ζάχρυσος

ζάχρυσος
ζάχρυσος, -ον (Α)
πλούσιος σε χρυσό («ζάχρυσος Θρῃκία», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα-* + χρυσός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζάχρυσος — ζάχρῡσος , ζάχρυσος rich in gold masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάχρυσον — ζάχρῡσον , ζάχρυσος rich in gold masc/fem acc sg ζάχρῡσον , ζάχρυσος rich in gold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζα- — επιτατικό πρόθεμα ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής («ζάπλουτος» πολύ πλούσιος, πάμπλουτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζα. ΣΥΝΘ. ζάπλουτος αρχ. ζάβατος, ζάδηλος, ζαής, ζάθεος, ζαθερής, ζάκοτος, ζακρυόεις, ζάλευκος, ζαμένης, ζαπληθής, ζατρεφής, ζαφλεγής,… …   Dictionary of Greek

  • ζαχρύσοις — ζαχρύ̱σοις , ζάχρυσος rich in gold masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαχρύσου — ζαχρύ̱σου , ζάχρυσος rich in gold masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαχρύσους — ζαχρύ̱σους , ζάχρυσος rich in gold masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάχρυσε — ζάχρῡσε , ζάχρυσος rich in gold masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”